- ἔκθετα
- ἔκθετοςsent out of the houseneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
βρεφοδόχος — ο 1. εκείνος που παραλαμβάνει το βρέφος 2. το θηλ. ως ουσ. θήκη, κούνια έξω από βρεφοκομείο όπου τοποθετούνται τα έκθετα βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + δόχος < δέχομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αναστ. Ζίννη] … Dictionary of Greek
εκθετοτροφείο — το ίδρυμα όπου ζουν και ανατρέφονται τα έκθετα βρέφη … Dictionary of Greek
εκθετοτρόφος — ο, η αυτός που έχει αναλάβει τη συντήρηση και ανατροφή τών έκθετων παιδιών και συνήθως οι γυναίκες που θηλάζουν και φροντίζουν τα έκθετα παιδιά … Dictionary of Greek
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
Δάφνις και Χλόη — Βουκολικό μυθιστόρημα που πιθανολογείται ότι γράφτηκε τον 2οαι. ή κατά άλλους τον 4ο ή 5ο αι. Αποτελείται από τέσσερα βιβλία και αποδίδεται στον Λόγγο (βλ. λ.). Η υπόθεση διαδραματίζεται σε παραλία της Λέσβου, όπου οι βοσκοί Λάμων και Δρύας… … Dictionary of Greek
βρεφοδόχος — η κιβώτιο έξω από τα βρεφοκομεία, όπου αφήνουν τα έκθετα βρέφη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)